προαγωνιζομαι

προαγωνιζομαι
    προαγωνίζομαι
    προ-αγωνίζομαι
    1) раньше вести борьбу
    

προηγώνισθε τοῖς Μακεδόσιν Thuc. — вы уже имели случай бороться с македонцами

    2) вести предварительную борьбу
    

ἀγῶνας π. Plat. — устраивать пробные состязания;

    προηγωνισμένοι ἀγῶνες Plut. — предварительные состязания

    3) вести борьбу, сражаться (за или в защиту кого-л.) Plut.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "προαγωνιζομαι" в других словарях:

  • προαγωνίζομαι — ΝΑ [αγωνίζομαι] αγωνίζομαι για κάποιο σκοπό πριν από άλλους ή μεταξύ τών πρώτων, υπερασπίζω («ἡγεμόνες τῶν ὑποτεταγμένων προαγωνιζόμενοι», Διόδ.) νεοελλ. προετοιμάζομαι για αγώνα, προγυμνάζομαι αρχ. 1. μάχομαι υπερασπιζόμενος κάποιον 2. είμαι… …   Dictionary of Greek

  • προαγωνίζομαι — προαγωνίστηκα 1. προετοιμάζομαι για αγώνα, προγυμνάζομαι. 2. αγωνίζομαι πριν από τους άλλους ή ανάμεσα στους πρώτους, προμαχώ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προαγωνιζομένων — προαγωνίζομαι fight before pres part mp fem gen pl προαγωνίζομαι fight before pres part mp masc/neut gen pl προαγωνιζομένων , προαγωνίζομαι fight before pres part mp fem gen pl προαγωνιζομένων , προαγωνίζομαι fight before pres part mp masc/neut… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προαγωνιζόμενον — προαγωνίζομαι fight before pres part mp masc acc sg προαγωνίζομαι fight before pres part mp neut nom/voc/acc sg προαγωνιζόμενον , προαγωνίζομαι fight before pres part mp masc acc sg προαγωνιζόμενον , προαγωνίζομαι fight before pres part mp neut… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προαγωνισαμένων — προαγωνίζομαι fight before aor part mp fem gen pl προαγωνίζομαι fight before aor part mp masc/neut gen pl προαγωνισαμένων , προαγωνίζομαι fight before aor part mp fem gen pl προαγωνισαμένων , προαγωνίζομαι fight before aor part mp masc/neut gen… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προαγωνιεῖται — προαγωνίζομαι fight before fut ind mp 3rd sg (attic epic) προαγωνιεῖται , προαγωνίζομαι fight before fut ind mp 3rd sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προαγωνιζομένην — προαγωνίζομαι fight before pres part mp fem acc sg (attic epic ionic) προαγωνιζομένην , προαγωνίζομαι fight before pres part mp fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προαγωνιζομένους — προαγωνίζομαι fight before pres part mp masc acc pl προαγωνιζομένους , προαγωνίζομαι fight before pres part mp masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προαγωνιζόμενοι — προαγωνίζομαι fight before pres part mp masc nom/voc pl προαγωνιζόμενοι , προαγωνίζομαι fight before pres part mp masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προαγωνιζόμενος — προαγωνίζομαι fight before pres part mp masc nom sg προαγωνιζόμενος , προαγωνίζομαι fight before pres part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προαγωνιούμενοι — προαγωνίζομαι fight before fut part mp masc nom/voc pl (attic epic doric) προαγωνιούμενοι , προαγωνίζομαι fight before fut part mp masc nom/voc pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»